- εκζεματώδης
- ης, ες1) экзематозный; 2) похожий на экзему; 3) страдающий экземой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκζεματώδης — ες 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα 2. αυτός που μοιάζει με έκζεμα 3. αυτός που είναι γεμάτος εκζέματα, που πάσχει από εκζέματα … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek